Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαμμισμός
ψαμμίτης
ψαμμῖτις
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
ψαρός
ψαυκροπόδης
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
ψαφαρόθριξ
View word page
ψάρ
a starling
ShortDef
a starling
Debugging
Headword:
ψάρ
Headword (normalized):
ψάρ
Headword (normalized/stripped):
ψαρ
IDX:
97673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97674
Key:
Data
{'content': 'a starling'}