Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ψάμμις
ψαμμισμός
ψαμμίτης
ψαμμῖτις
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
ψαρός
ψαυκροπόδης
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψαφαρία
View word page
ψαμμωτός
of plaster

ShortDef

of plaster

Debugging

Headword:
ψαμμωτός
Headword (normalized):
ψαμμωτός
Headword (normalized/stripped):
ψαμμωτος
IDX:
97672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97673
Key:

Data

{'content': 'of plaster'}