Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαμμακόσιοι
Ψαμμήτιχος
ψάμμητον
ψαμμιαῖος
ψάμμινος
ψαμμίον
ψάμμιος
Ψάμμις
ψαμμισμός
ψαμμίτης
ψαμμῖτις
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
ψαρός
View word page
ψαμμῖτις
sand

ShortDef

sand

Debugging

Headword:
ψαμμῖτις
Headword (normalized):
ψαμμῖτις
Headword (normalized/stripped):
ψαμμιτις
IDX:
97665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97666
Key:

Data

{'content': 'sand'}