Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
Ψαμμήτιχος
ψάμμητον
ψαμμιαῖος
ψάμμινος
ψαμμίον
ψάμμιος
Ψάμμις
ψαμμισμός
ψαμμίτης
ψαμμῖτις
ψαμμόγεως
ψαμμοδύτης
ψαμμοειδής
ψάμμος
ψαμμουργία
ψαμμώδης
ψαμμωτός
ψάρ
ψαρομαχία
View word page
ψαμμίτης
sand, sandy
ShortDef
sand, sandy
Debugging
Headword:
ψαμμίτης
Headword (normalized):
ψαμμίτης
Headword (normalized/stripped):
ψαμμιτης
IDX:
97664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97665
Key:
Data
{'content': 'sand, sandy'}