Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀορασία
ἀόρατος
ἀόρβιτος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀορισταίνω
ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
ἀοσσέω
View word page
ἀοριστώδης
indefinite
ShortDef
indefinite
Debugging
Headword:
ἀοριστώδης
Headword (normalized):
ἀοριστώδης
Headword (normalized/stripped):
αοριστωδης
IDX:
9764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9765
Key:
Data
{'content': 'indefinite'}