Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
ψάλτης
ψαλτικός
ψαλτός
ψάλτρια
ψαλτῳδέω
Ψαμάθη
ψαμαθηΐς
ψαμαθία
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμαῖος
View word page
ψάλτης
harper

ShortDef

harper

Debugging

Headword:
ψάλτης
Headword (normalized):
ψάλτης
Headword (normalized/stripped):
ψαλτης
IDX:
97643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97644
Key:

Data

{'content': 'harper'}