Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
ψάλτης
ψαλτικός
ψαλτός
ψάλτρια
ψαλτῳδέω
Ψαμάθη
ψαμαθηΐς
ψαμαθία
ψάμαθος
ψαμαθώδης
View word page
ψαλτήριον
stringed instrument, psaltery, harp
ShortDef
stringed instrument, psaltery, harp
Debugging
Headword:
ψαλτήριον
Headword (normalized):
ψαλτήριον
Headword (normalized/stripped):
ψαλτηριον
IDX:
97642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97643
Key:
Data
{'content': 'stringed instrument, psaltery, harp'}