Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
ψάλτης
ψαλτικός
ψαλτός
ψάλτρια
ψαλτῳδέω
Ψαμάθη
ψαμαθηΐς
ψαμαθία
ψάμαθος
View word page
ψαλμῳδός
psalmist

ShortDef

psalmist

Debugging

Headword:
ψαλμῳδός
Headword (normalized):
ψαλμῳδός
Headword (normalized/stripped):
ψαλμωδος
IDX:
97641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97642
Key:

Data

{'content': 'psalmist'}