Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄορ
ἀορασία
ἀόρατος
ἀόρβιτος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀορισταίνω
ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
ἀόρχης
ἀοσμία
ἄοσμος
View word page
ἀοριστόω
to be indefinite

ShortDef

to be indefinite

Debugging

Headword:
ἀοριστόω
Headword (normalized):
ἀοριστόω
Headword (normalized/stripped):
αοριστοω
IDX:
9763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9764
Key:

Data

{'content': 'to be indefinite'}