Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
ψάλτης
ψαλτικός
ψαλτός
ψάλτρια
View word page
ψάλμα
a tune for a stringed instrument

ShortDef

a tune for a stringed instrument

Debugging

Headword:
ψάλμα
Headword (normalized):
ψάλμα
Headword (normalized/stripped):
ψαλμα
IDX:
97636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97637
Key:

Data

{'content': 'a tune for a stringed instrument'}