Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
ψάλτης
ψαλτικός
ψαλτός
View word page
ψάλλω
to touch sharply, to pluck, pull, twitch
ShortDef
to touch sharply, to pluck, pull, twitch
Debugging
Headword:
ψάλλω
Headword (normalized):
ψάλλω
Headword (normalized/stripped):
ψαλλω
IDX:
97635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97636
Key:
Data
{'content': 'to touch sharply, to pluck, pull, twitch'}