Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
ψάλτης
View word page
ψαλληγενής
sprung from harp-playing

ShortDef

sprung from harp-playing

Debugging

Headword:
ψαλληγενής
Headword (normalized):
ψαλληγενής
Headword (normalized/stripped):
ψαλληγενης
IDX:
97633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97634
Key:

Data

{'content': 'sprung from harp-playing'}