Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
ψαλμῳδός
ψαλτήριον
View word page
ψαλιστός
clipped

ShortDef

clipped

Debugging

Headword:
ψαλιστός
Headword (normalized):
ψαλιστός
Headword (normalized/stripped):
ψαλιστος
IDX:
97632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97633
Key:

Data

{'content': 'clipped'}