Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψαλμῳδία
View word page
ψαλισμός
clipping

ShortDef

clipping

Debugging

Headword:
ψαλισμός
Headword (normalized):
ψαλισμός
Headword (normalized/stripped):
ψαλισμος
IDX:
97630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97631
Key:

Data

{'content': 'clipping'}