Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
ψαλμοχαρής
View word page
ψαλίς
a pair of scissors

ShortDef

a pair of scissors

Debugging

Headword:
ψαλίς
Headword (normalized):
ψαλίς
Headword (normalized/stripped):
ψαλις
IDX:
97629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97630
Key:

Data

{'content': 'a pair of scissors'}