Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
ψαλμός
View word page
ψάλιον
part of the bridle, a kind of curb-chain

ShortDef

part of the bridle, a kind of curb-chain

Debugging

Headword:
ψάλιον
Headword (normalized):
ψάλιον
Headword (normalized/stripped):
ψαλιον
IDX:
97628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97629
Key:

Data

{'content': 'part of the bridle, a kind of curb-chain'}