Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμίζω
View word page
ψαλίζω
to clip with scissors

ShortDef

to clip with scissors

Debugging

Headword:
ψαλίζω
Headword (normalized):
ψαλίζω
Headword (normalized/stripped):
ψαλιζω
IDX:
97627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97628
Key:

Data

{'content': 'to clip with scissors'}