Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
ψάλμα
View word page
ψαλιδωτός
arched, vaulted

ShortDef

arched, vaulted

Debugging

Headword:
ψαλιδωτός
Headword (normalized):
ψαλιδωτός
Headword (normalized/stripped):
ψαλιδωτος
IDX:
97626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97627
Key:

Data

{'content': 'arched, vaulted'}