Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
ψάλλω
View word page
ψαλίδωμα
vault
ShortDef
vault
Debugging
Headword:
ψαλίδωμα
Headword (normalized):
ψαλίδωμα
Headword (normalized/stripped):
ψαλιδωμα
IDX:
97625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97626
Key:
Data
{'content': 'vault'}