Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
ψάλλιον
View word page
ψαλιδόω
vault, arch
ShortDef
vault, arch
Debugging
Headword:
ψαλιδόω
Headword (normalized):
ψαλιδόω
Headword (normalized/stripped):
ψαλιδοω
IDX:
97624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97625
Key:
Data
{'content': 'vault, arch'}