Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
ψαλληγενής
View word page
ψαλιδόστομος
nipper-mouthed

ShortDef

nipper-mouthed

Debugging

Headword:
ψαλιδόστομος
Headword (normalized):
ψαλιδόστομος
Headword (normalized/stripped):
ψαλιδοστομος
IDX:
97623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97624
Key:

Data

{'content': 'nipper-mouthed'}