Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
ψαλιστέον
ψαλιστός
View word page
ψαλιδοειδής
like a vault
ShortDef
like a vault
Debugging
Headword:
ψαλιδοειδής
Headword (normalized):
ψαλιδοειδής
Headword (normalized/stripped):
ψαλιδοειδης
IDX:
97622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97623
Key:
Data
{'content': 'like a vault'}