Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψαλισμός
View word page
ψαλάσσω
touch lightly
ShortDef
touch lightly
Debugging
Headword:
ψαλάσσω
Headword (normalized):
ψαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
ψαλασσω
IDX:
97620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97621
Key:
Data
{'content': 'touch lightly'}