Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαίω
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
View word page
ψαλακτός
to be touched

ShortDef

to be touched

Debugging

Headword:
ψαλακτός
Headword (normalized):
ψαλακτός
Headword (normalized/stripped):
ψαλακτος
IDX:
97619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97620
Key:

Data

{'content': 'to be touched'}