Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψαίστωρ
ψαίω
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
ψαλιδωτός
ψαλίζω
ψάλιον
View word page
ψάκιον
small piece

ShortDef

small piece

Debugging

Headword:
ψάκιον
Headword (normalized):
ψάκιον
Headword (normalized/stripped):
ψακιον
IDX:
97618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97619
Key:

Data

{'content': 'small piece'}