Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαίρω
ψαιστός
ψαιστώδης
ψαίστωρ
ψαίω
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
ψαλιδόω
ψαλίδωμα
View word page
ψακαλοῦχος
having young
ShortDef
having young
Debugging
Headword:
ψακαλοῦχος
Headword (normalized):
ψακαλοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ψακαλουχος
IDX:
97615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97616
Key:
Data
{'content': 'having young'}