Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαθυρότης
ψαινύθιος
ψαίρω
ψαιστός
ψαιστώδης
ψαίστωρ
ψαίω
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
ψαλιδοειδής
ψαλιδόστομος
View word page
ψακάζω
to rain in small drops, drizzle, drip
ShortDef
to rain in small drops, drizzle, drip
Debugging
Headword:
ψακάζω
Headword (normalized):
ψακάζω
Headword (normalized/stripped):
ψακαζω
IDX:
97613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97614
Key:
Data
{'content': 'to rain in small drops, drizzle, drip'}