Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψαθυρόομαι
ψαθυρός
ψαθυρότης
ψαινύθιος
ψαίρω
ψαιστός
ψαιστώδης
ψαίστωρ
ψαίω
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
ψακαστός
ψάκιον
ψαλακτός
ψαλάσσω
ψαλίδιον
View word page
ψακάδισσα
spotted, dappled
ShortDef
spotted, dappled
Debugging
Headword:
ψακάδισσα
Headword (normalized):
ψακάδισσα
Headword (normalized/stripped):
ψακαδισσα
IDX:
97611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97612
Key:
Data
{'content': 'spotted, dappled'}