Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄοπλος
ἄοπος
ἄοπτος
ἄορ
ἀορασία
ἀόρατος
ἀόρβιτος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀορισταίνω
ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστώδης
ἀόρμητος
ἄορνος
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἄορτρα
View word page
ἀοριστέω
to be indeterminate

ShortDef

to be indeterminate

Debugging

Headword:
ἀοριστέω
Headword (normalized):
ἀοριστέω
Headword (normalized/stripped):
αοριστεω
IDX:
9760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9761
Key:

Data

{'content': 'to be indeterminate'}