Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωφορέω
χωφόριον
ψάγδαν
ψάγιος
ψαθάλλω
ψαθυρόομαι
ψαθυρός
ψαθυρότης
ψαινύθιος
ψαίρω
ψαιστός
ψαιστώδης
ψαίστωρ
ψαίω
ψακάδιον
ψακάδισσα
ψακαδισχίοις
ψακάζω
ψάκαλον
ψακαλοῦχος
ψακάς
View word page
ψαιστός
(adj.) ground; (n.) cake of ground barley
ShortDef
(adj.) ground; (n.) cake of ground barley
Debugging
Headword:
ψαιστός
Headword (normalized):
ψαιστός
Headword (normalized/stripped):
ψαιστος
IDX:
97606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97607
Key:
Data
{'content': '(adj.) ground; (n.) cake of ground barley'}