Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωρογραφία
χωρογραφικός
χωρογράφος
χωροθεσία
χωρονομικός
χῶρος
χῶρος2
χωροφιλέω
χωροφιλία
χωροφύλαξ
χῶσις
χωστέον
χωστός
χωστρίς
χωφορέω
χωφόριον
ψάγδαν
ψάγιος
ψαθάλλω
ψαθυρόομαι
ψαθυρός
View word page
χῶσις
a heaping up
ShortDef
a heaping up
Debugging
Headword:
χῶσις
Headword (normalized):
χῶσις
Headword (normalized/stripped):
χωσις
IDX:
97592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97593
Key:
Data
{'content': 'a heaping up'}