Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωροβατέω
χωροβάτης
χωρογραφέω
χωρογραφία
χωρογραφικός
χωρογράφος
χωροθεσία
χωρονομικός
χῶρος
χῶρος2
χωροφιλέω
χωροφιλία
χωροφύλαξ
χῶσις
χωστέον
χωστός
χωστρίς
χωφορέω
χωφόριον
ψάγδαν
ψάγιος
View word page
χωροφιλέω
to haunt a place

ShortDef

to haunt a place

Debugging

Headword:
χωροφιλέω
Headword (normalized):
χωροφιλέω
Headword (normalized/stripped):
χωροφιλεω
IDX:
97589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97590
Key:

Data

{'content': 'to haunt a place'}