Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωρμέτρης
χωρμετρία
χωροβατέω
χωροβάτης
χωρογραφέω
χωρογραφία
χωρογραφικός
χωρογράφος
χωροθεσία
χωρονομικός
χῶρος
χῶρος2
χωροφιλέω
χωροφιλία
χωροφύλαξ
χῶσις
χωστέον
χωστός
χωστρίς
χωφορέω
χωφόριον
View word page
χῶρος
a piece of ground, ground, place
ShortDef
a piece of ground, ground, place
north-west wind
Debugging
Headword:
χῶρος
Headword (normalized):
χῶρος
Headword (normalized/stripped):
χωρος
IDX:
97587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97588
Key:
Data
{'content': 'a piece of ground, ground, place'}