Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χώρισις
χώρισμα
χωρισμός
χωριστέον
χωριστέος
χωριστής
χωριστικός
χωριστός
χωρίτης
χωριτικός
χωρμετρέω
χωρμέτρης
χωρμετρία
χωροβατέω
χωροβάτης
χωρογραφέω
χωρογραφία
χωρογραφικός
χωρογράφος
χωροθεσία
χωρονομικός
View word page
χωρμετρέω
survey a country
ShortDef
survey a country
Debugging
Headword:
χωρμετρέω
Headword (normalized):
χωρμετρέω
Headword (normalized/stripped):
χωρμετρεω
IDX:
97576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97577
Key:
Data
{'content': 'survey a country'}