Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωρίς
χωρίσιμος
χώρισις
χώρισμα
χωρισμός
χωριστέον
χωριστέος
χωριστής
χωριστικός
χωριστός
χωρίτης
χωριτικός
χωρμετρέω
χωρμέτρης
χωρμετρία
χωροβατέω
χωροβάτης
χωρογραφέω
χωρογραφία
χωρογραφικός
χωρογράφος
View word page
χωρίτης
a countryman, rustic, boor
ShortDef
a countryman, rustic, boor
Debugging
Headword:
χωρίτης
Headword (normalized):
χωρίτης
Headword (normalized/stripped):
χωριτης
IDX:
97574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97575
Key:
Data
{'content': 'a countryman, rustic, boor'}