Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωρέω
χώρη
χώρημα
χώρησις
χωρητέον
χωρητικός
χωρί
χωρίδιον
χωρίζω
χωρικός
χωρίον
χωρίς
χωρίσιμος
χώρισις
χώρισμα
χωρισμός
χωριστέον
χωριστέος
χωριστής
χωριστικός
χωριστός
View word page
χωρίον
a particular place, a place, spot, district
ShortDef
a particular place, a place, spot, district
Debugging
Headword:
χωρίον
Headword (normalized):
χωρίον
Headword (normalized/stripped):
χωριον
IDX:
97563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97564
Key:
Data
{'content': 'a particular place, a place, spot, district'}