Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωρεπίσκοπος
χωρέω
χώρη
χώρημα
χώρησις
χωρητέον
χωρητικός
χωρί
χωρίδιον
χωρίζω
χωρικός
χωρίον
χωρίς
χωρίσιμος
χώρισις
χώρισμα
χωρισμός
χωριστέον
χωριστέος
χωριστής
χωριστικός
View word page
χωρικός
rustic, rural
ShortDef
rustic, rural
Debugging
Headword:
χωρικός
Headword (normalized):
χωρικός
Headword (normalized/stripped):
χωρικος
IDX:
97562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97563
Key:
Data
{'content': 'rustic, rural'}