Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωράφιον
χωρεπίσκοπος
χωρέω
χώρη
χώρημα
χώρησις
χωρητέον
χωρητικός
χωρί
χωρίδιον
χωρίζω
χωρικός
χωρίον
χωρίς
χωρίσιμος
χώρισις
χώρισμα
χωρισμός
χωριστέον
χωριστέος
χωριστής
View word page
χωρίζω
to separate, part, sever, divide
ShortDef
to separate, part, sever, divide
Debugging
Headword:
χωρίζω
Headword (normalized):
χωρίζω
Headword (normalized/stripped):
χωριζω
IDX:
97561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97562
Key:
Data
{'content': 'to separate, part, sever, divide'}