Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χωνίον
χώομαι
χώρα
χωράζω
χωραρχία
χωράσμιος
χώραυλος
χωραφιαῖος
χωράφιον
χωρεπίσκοπος
χωρέω
χώρη
χώρημα
χώρησις
χωρητέον
χωρητικός
View word page
χωράσμιος
mature
ShortDef
mature
Debugging
Headword:
χωράσμιος
Headword (normalized):
χωράσμιος
Headword (normalized/stripped):
χωρασμιος
IDX:
97548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97549
Key:
Data
{'content': 'mature'}