Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χωνίον
χώομαι
χώρα
χωράζω
χωραρχία
χωράσμιος
χώραυλος
χωραφιαῖος
χωράφιον
χωρεπίσκοπος
View word page
χωνεύω
to cast into a mould

ShortDef

to cast into a mould

Debugging

Headword:
χωνεύω
Headword (normalized):
χωνεύω
Headword (normalized/stripped):
χωνευω
IDX:
97542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97543
Key:

Data

{'content': 'to cast into a mould'}