Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χωνίον
χώομαι
χώρα
χωράζω
χωραρχία
View word page
χωνεῖον
funnel
ShortDef
funnel
Debugging
Headword:
χωνεῖον
Headword (normalized):
χωνεῖον
Headword (normalized/stripped):
χωνειον
IDX:
97537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97538
Key:
Data
{'content': 'funnel'}