Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χωνίον
χώομαι
χώρα
View word page
Χών
Chon (river); Chones, a people in Southern Italy

ShortDef

Chon (river); Chones, a people in Southern Italy

Debugging

Headword:
Χών
Headword (normalized):
χών
Headword (normalized/stripped):
χων
IDX:
97535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97536
Key:

Data

{'content': 'Chon (river); Chones, a people in Southern Italy'}