Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χωνίον
χώομαι
View word page
χωματοφύλαξ
dyke-warden

ShortDef

dyke-warden

Debugging

Headword:
χωματοφύλαξ
Headword (normalized):
χωματοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
χωματοφυλαξ
IDX:
97534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97535
Key:

Data

{'content': 'dyke-warden'}