Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
χωνεύω
χωνίον
View word page
χωματογραφία
plan
ShortDef
plan
Debugging
Headword:
χωματογραφία
Headword (normalized):
χωματογραφία
Headword (normalized/stripped):
χωματογραφια
IDX:
97533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97534
Key:
Data
{'content': 'plan'}