Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
χωνευτής
χωνευτός
View word page
χωματικός
connected with dykes

ShortDef

connected with dykes

Debugging

Headword:
χωματικός
Headword (normalized):
χωματικός
Headword (normalized/stripped):
χωματικος
IDX:
97531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97532
Key:

Data

{'content': 'connected with dykes'}