Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
χώνευμα
χωνευτήριον
View word page
χωματίας
piling up earth
ShortDef
piling up earth
Debugging
Headword:
χωματίας
Headword (normalized):
χωματίας
Headword (normalized/stripped):
χωματιας
IDX:
97529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97530
Key:
Data
{'content': 'piling up earth'}