Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
χωνεῖον
View word page
χωματεπιστάτης
overseer of dykes

ShortDef

overseer of dykes

Debugging

Headword:
χωματεπιστάτης
Headword (normalized):
χωματεπιστάτης
Headword (normalized/stripped):
χωματεπιστατης
IDX:
97527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97528
Key:

Data

{'content': 'overseer of dykes'}