Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
χωματοφύλαξ
Χών
χωνεία
View word page
χωματεπιμελητής
overseer of dykes

ShortDef

overseer of dykes

Debugging

Headword:
χωματεπιμελητής
Headword (normalized):
χωματεπιμελητής
Headword (normalized/stripped):
χωματεπιμελητης
IDX:
97526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97527
Key:

Data

{'content': 'overseer of dykes'}