Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
χωματισμός
χωματογραφία
View word page
χῶμα
earth thrown up, a bank, mound
ShortDef
earth thrown up, a bank, mound
Debugging
Headword:
χῶμα
Headword (normalized):
χῶμα
Headword (normalized/stripped):
χωμα
IDX:
97523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97524
Key:
Data
{'content': 'earth thrown up, a bank, mound'}