Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χωλεία
χώλευμα
χωλεύω
χωλιαμβοποιέω
χωλίαμβος
χωλόομαι
χωλοποιός
χωλόπους
χωλός
χωλότης
χώλωμα
χώλωσις
χῶμα
χωματεκβολία
χωματεπείκτης
χωματεπιμελητής
χωματεπιστάτης
χωματεργολάβος
χωματίας
χωματίζω
χωματικός
View word page
χώλωμα
lameness

ShortDef

lameness

Debugging

Headword:
χώλωμα
Headword (normalized):
χώλωμα
Headword (normalized/stripped):
χωλωμα
IDX:
97521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97522
Key:

Data

{'content': 'lameness'}